-
1 κατ-ορύσσω
κατ-ορύσσω, (s. ὀρύσσω), vergraben, eingraben; κατὰ τῆς γῆς Ar. Plut. 238; Περσέων δυώδεκα ζώοντας ἐπὶ κεφαλὴν κατώρυξε Her. 3, 35; τοὺς ἀνοσίους εἰς πηλόν τινα ἐν Ἅιδου Plat. Rep. II, 363 d; τινὰ ζῶντα Xen. Hem. 1, 2, 55; κατορυχϑήσομαι Antiph. 3 β 10; κατορυχήσομαι Ar. Av. 394; κατορωρύχϑαι Archestr. bei Ath. III, 101 c, nach den Atticisten die eigtl. attische Form für das hellenistische κατώρυγμαι; κατορώρυχε Pherecrat. bei Plut. de music. 30, übtr. gebraucht.
См. также в других словарях:
κατορύσσω — (ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω) σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.) μσν. αρχ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ… … Dictionary of Greek